φυσιοδίφης

φυσιοδίφης
ο
1) натуралист, естествоиспытатель, естественник; 2) минералог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φυσιοδίφης" в других словарях:

  • φυσιοδίφης — ο, Ν ερευνητής που ασχολείται με τη σπουδή τής φύσης, με τη μελέτη τών φυτών, τών ζώων και τών ορυκτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριο δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσιοδίφης — ο ο ερευνητής της φύσης, αυτός που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη των ζώων, των φυτών και των ορυκτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Κόνραντ φον- — (Kondrad von Gesner, Ζυρίχη 1516 – 1565). Ελβετός φυσιοδίφης και γιατρός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 1541 και εργάστηκε μετά ως γιατρός στη Ζυρίχη. Υπήρξε ανεξάντλητος ερευνητής, με ενδιαφέροντα που… …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Μπιφόν, Ζορζ Λουί Λεκλέρκ ντε- — (Georges Luis Leclerc de Buffon, Μονμπάρ 1707 – Παρίσι 1788). Γάλλος φυσιοδίφης. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 26 ετών, τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη του Μπιφόν το 1771 για το επιστημονικό του έργο και για τη συμβολή του στον …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] …   Dictionary of Greek

  • αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδίφης — ο αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»